- αιθεολέπις
- (aetheolepis). Γένος απολιθωμένων ψαριών. Το είδος αυτό έζησε στον μεσοζωικό αιώνα και είχε σώμα κυκλικό, συμπιεσμένο πλευρικά. Λείψανά του βρέθηκαν στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.